διατονικά

διατονικά
διατονικός
neut nom/voc/acc pl
διατονικά̱ , διατονικός
fem nom/voc/acc dual
διατονικά̱ , διατονικός
fem nom/voc sg (doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ημιτόνιο — Όρος που χρησιμοποιείται στη μουσική και σημαίνει μισό τόνο, το μισό δηλαδή της μεγαλύτερης απόστασης ανάμεσα σε δύο διαδοχικούς ή όμοιους φθόγγους στη φυσική κλίμακα. Στο σύγχρονο σύστημα όλα τα η. είναι ίσα και χωρίζονται σε διατονικά και… …   Dictionary of Greek

  • Μπαλτά, Γαλάτεια — (Ιωάννινα 1920 –). Φυσιογνώστρια και λογοτέχνης. Σπούδασε γεωπονία και φυσιογνωσία στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης και μουσική στο Κρατικό Ωδείο Θεσσαλονίκης (βιολί). Σταδιοδρόμησε ως καθηγήτρια φυσιογνώστρια στην Ελληνογαλλική Σχολή… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”